πύρσ'

πύρσ'
πύρσα , πυρσός
flame-coloured
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπυρσεύω — (AM) καταλάμπω, καταυγάζω με το φως μου κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυρσ εύω (< πυρσός)] …   Dictionary of Greek

  • πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”